- διακεκριμένου
- διακρίνωseparate one from anotherperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μακ Γκόβερν, Τζορτζ Στάνλεϊ — (George Stanley McGovern, Έιβον, Νότια Ντακότα 1922 –). Αμερικανός πανεπιστημιακός και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Γουέσλιαν του Μίτσελ και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ, ως πιλότος… … Dictionary of Greek
Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου — Το μουσείο στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2002 στην καινούργια στέγη του, σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο που δώρισε στον δήμο Ροδίων το ζεύγος Ιωάννη και Πάολας Νεστορίδου. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, που σήμερα αριθμεί περίπου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
Μπαγιάρ, Πιερ ντι Τεράιγ — (Pierre du Terrail, seigneur de Bayard, Μπαγιάρ 1473 ή 1475 – Ρομανιάνο Σέζια 1524). Γάλλος πολεμιστής, που επονομαζόταν «ο άφοβος και άψογος ιππότης». Πολέμησε με γενναιότητα υπό τους βασιλιάδες της Γαλλίας Κάρολο H’ και Λουδοβίκο IA’ στις… … Dictionary of Greek